- ἑπτάμηνα
- ἑπτάμηνοςa seven months' childneut nom/voc/acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εννεάμηνος — και εννιάμηνος, η, ο (Α ἐννεάμηνος, ον) (για χρόνο) αυτός που περιλαμβάνει εννέα μήνες νεοελλ. 1. αυτός που διαρκεί εννέα μήνες («εννεάμηνη περιοδεία») 2. (ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα εννεάμηνα ή εννιάμηνα μνημόσυνο που γίνεται εννέα μήνες από τον… … Dictionary of Greek
τελειογονώ — και τελεογονῶ, έω, ΜΑ [τελειογόνος] (για φυτά) παράγω τέλειους καρπούς, δένω τον καρπό μου (α. «ἀνθέων πρὶν τελειογονῆσας διαρρεόντων», Ευσ. β. «ἡ μηλέα τελεογονεῑ καὶ εκπέττει», Θεόφρ.) αρχ. μέσ. τελειογονοῡμαι, έομαι γεννιέμαι τέλειος,… … Dictionary of Greek